ρίζωση — η / ῥίζωσις, ώσεως, ΝΜΑ [ῥιζῶ( ώνω)] 1. (για φυτό) πιάσιμο ρίζας, έκφυση ριζών, ανάπτυξη ριζών, ρίζωμα 2. μτφ. στερέωση, σταθεροποίηση αρχ. μτφ. 1. σχηματισμός, μορφοποίηση τού εμβρύου 2. σχηματισμός τών φλεβών και τών αρτηριών … Dictionary of Greek
πιάσιμο — το, Ν 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού πιάνω, η λήψη, η λαβή, η ανάληψη, η σύλληψη, το ἁρπαγμα, το άδραγμα («δύσκολο το πιάσιμο τού ελαφιού με τον βρόχο») 2. αφή, άγγιγμα, ψαύση («η ποιότητα τού υφάσματος φαίνεται από το πιάσιμο») 3. το… … Dictionary of Greek
ρίζωμα — το, ατος και ρίζωση, η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ριζώνω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)